Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σύμπλεως — ων, Α βλ. σύμπλεος … Dictionary of Greek
σύμπλεος — έα, ον και αττ. τ. σύμπλεως, ων, Α ο εντελώς γεμάτος με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλεος / πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. περίπλεος / ως] … Dictionary of Greek